- κολκβίτζια
- ηβοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας καπριφολιίδες.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. kolkwitzia < όν. τού Γερμανού βιολόγου Richard Kolkwitz].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.